- καταβέβρωται
- καταβιβρώσκωeat upperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαραγίγνομαι — και συμπαραγίνομαι, Α (αποθ.) 1. (για καρπούς) ωριμάζω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («ὥστε ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῑος συμπαραγίνεται», Ηρόδ.) 2. βρίσκομαι κοντά, βοηθώ κάποιον 3. είμαι έτοιμος να τρέξω να βοηθήσω … Dictionary of Greek